- καλοπέφτω
- (αόρ. καλόπεσα) αμετ.1) попадать в хорошие руки; 2) удачно жениться (о мужчине); выходить замуж (о женщине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοπέφτω — συνάπτω καλό, ευτυχισμένο γάμο, πέφτω καλά, σε καλούς ανθρώπους, καλοπαντρεύομαι … Dictionary of Greek
καλοπέφτω — καλόπεσα, καλοπεσμένος, πέφτω σε καλά χέρια: Έχει καλοπέσει το κορίτσι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)